τοσάκις

τοσάκις
ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α
επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις/-ακι (πρβλ. πεντ-άκις / πεντ-άκι), βλ. και λ. -κις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοσάκις — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσσάκι — τοσάκις epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …   Dictionary of Greek

  • τοσαυτάκις — Α επίρρ. τοσάκις, τόσες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + επιρρμ. κατάλ. κις*] …   Dictionary of Greek

  • τοσσάκι — Α επίρρ. βλ. τοσάκις …   Dictionary of Greek

  • τουτάκις — Α [τοῦτο] επίρρ. 1. τότε 2. ούτως, έτσι 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοσάκις» …   Dictionary of Greek

  • τοσσάχ' — τοσσάκι , τοσάκις epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”